- δατόλιθος
- Ορυκτό ένυδρο βοριοπυριτικό άλας του ασβεστίου, με χημικό τύπο CaBSiO4(OH). Βρίσκεται σε πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς κρυσταλλικού συστήματος, έχει θραύση ανώμαλη, σκληρότητα 5-5,5 βαθμούς, ειδικό βάρος 2,9-3 και παρουσιάζει την τυπική εξωτερική όψη των ζεόλιθων. Ο δ. έχει λάμψη όπως το γυαλί, είναι διαφανής, και το χρώμα του μπορεί να είναι λευκό, πρασινωπό, κιτρινωπό και σπάνια κοκκινωπό. Συναντάται συνήθως σε ρωγμές μέσα σε αργιλικό σχιστόλιθο κοντά σε μεταλλοφόρους φλέβες ή σε αμυγδαλοειδείς κοιλότητες ηφαιστειογενών πετρωμάτων.
Δείγμα δατόλιθου, που συναντάται συνήθως σε ρωγμές μέσα σε αργιλικό σχιστόλιθο κοντά σε μεταλλοφόρους φλέβες ή σε αμυγδαλοειδείς κοιλότητες ηφαιστειογενών πετρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.